- ματεριαλιστικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο ματεριαλισμό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ματεριαλιστικός — ή, ό [ματεριαλιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ματεριαλισμό ή στον ματεριαλιστή, υλιστικός. επίρρ... ματεριαλιστικά με τρόπο ματεριαλιστικό … Dictionary of Greek
σαρκικός — ή, ό / σαρκικός, ή, όν, ΝΜΑ [σάρξ, σαρκός] 1. αυτός που αποτελείται από σάρκα, ο σάρκινος 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην σάρκα, δηλαδή στην υλική υπόσταση τού ανθρώπου, σε αντιδιαστολή προς το πνεύμα και την ψυχή, ο σωματικός (α. «σαρκικός … Dictionary of Greek
υλιστικός — ή, ό / ὑλιστικός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υλισμό ή στον υλιστή, ματεριαλιστικός («υλιστική θεωρία») αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑλιστικόν οτιδήποτε ανήκει στον υλιστήρα. επίρρ... υλιστικώς και υλιστικά Ν σύμφωνα με τη… … Dictionary of Greek
υλιστικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στον υλισμό ή στον υλιστή (βλ. λ.), ο ματεριαλιστικός: Υλιστική θεωρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)